Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταχρασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταχρασμέν
ος
η
καταχρασμέν
η
το
καταχρασμέν
ο
γενική
του
καταχρασμέν
ου
της
καταχρασμέν
ης
του
καταχρασμέν
ου
αιτιατική
τον
καταχρασμέν
ο
την
καταχρασμέν
η
το
καταχρασμέν
ο
κλητική
καταχρασμέν
ε
καταχρασμέν
η
καταχρασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταχρασμέν
οι
οι
καταχρασμέν
ες
τα
καταχρασμέν
α
γενική
των
καταχρασμέν
ων
των
καταχρασμέν
ων
των
καταχρασμέν
ων
αιτιατική
τους
καταχρασμέν
ους
τις
καταχρασμέν
ες
τα
καταχρασμέν
α
κλητική
καταχρασμέν
οι
καταχρασμέν
ες
καταχρασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καταχρασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καταχρώμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταχρασμένος
αγγλικά
:
embezzled
(en)