κατατονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατατονία < λόγιο ενδογενές δάνειο: Katatonie < ελληνιστική κοινή κατάτονος αρχαία ελληνική κατά + τόνος < τείνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατατονία θηλυκό
- (ψυχιατρική) η ακινησία και η γενικότερη σωματική αδράνεια και αρνητική διάθεση, που συνοδεύει συχνά τη σχιζοφρένεια ή άλλες ψυχικές διαταραχές
Συγγενικά
επεξεργασία- κατατονικός
- → δείτε τις λέξεις κατά, τόνος και τείνω
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Catatonia στην αγγλική Βικιπαίδεια