Katatonie
Γερμανικά (de) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Katatonie < ελληνιστική κοινή κατάτονος (kataton-(os)) + -ie < αρχαία ελληνική κατά + τόνος < τείνω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /katatoˈniː/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
Katatonie (de) θηλυκό
Katatonie (de) θηλυκό