↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατασχεθείς
κατασχεθέντας
η κατασχεθείσα το κατασχεθέν
      γενική του κατασχεθέντος
κατασχεθέντα
της κατασχεθείσας
κατασχεθείσης*
του κατασχεθέντος
    αιτιατική τον κατασχεθέντα την κατασχεθείσα το κατασχεθέν
     κλητική κατασχεθείς
κατασχεθέντα
κατασχεθείσα κατασχεθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατασχεθέντες οι κατασχεθείσες τα κατασχεθέντα
      γενική των κατασχεθέντων των κατασχεθεισών των κατασχεθέντων
    αιτιατική τους κατασχεθέντες τις κατασχεθείσες τα κατασχεθέντα
     κλητική κατασχεθέντες κατασχεθείσες κατασχεθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
κατασχεθείς: αρχαία ελληνική κατασχεθείς

κατασχεθείς, -είσα, -έν

  • (λόγιο) αυτός που έχει κατασχεθεί, ο κατασχεμένος, (λόγιος τύπος της καθαρεύουσας, μετοχη αορίστου της παθητικής φωνής του ρήματος κατάσχω)
    ⮡  η κατασχεθείσα περιουσία
    ⮡  το καρασχεθέν ακίνητο
    ⮡  τα κατασχεθέντα κλοπιμαία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
κατασχεθείς: ρηματικός τύπος

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

κατασχεθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κατάσχωμαι
  2. θα κατασχεθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κατάσχωμαι



ζητούμενο λήμμα κατά + ἔχω > κατέχω (cf. κατίσχω): το ρήμα έχω κάνει μέλλοντα ἕξω, αόριστο ἔσχον, παρακείμενο ἔσχηκα. Η παθητική μετοχή του αορίστου είναι λοιπόν κατα + σχεθείς - σχεθεῖσα - σχεθέν