καταρραγείς → δείτε την αρχαία κλίση στο καταρραγείς



καταρραγείς, -εῖσα, -έν

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική καταρραγείς καταρραγεῖσ τὸ καταρραγέν
      γενική τοῦ καταρραγέντος τῆς καταρραγείσης τοῦ καταρραγέντος
      δοτική τῷ καταρραγέντ τῇ καταρραγείσ τῷ καταρραγέντ
    αιτιατική τὸν καταρραγέντ τὴν καταρραγεῖσᾰν τὸ καταρραγέν
     κλητική ! καταρραγείς καταρραγεῖσ καταρραγέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ καταρραγέντες αἱ καταρραγεῖσαι τὰ καταρραγέντ
      γενική τῶν καταρραγέντων τῶν καταρραγεισῶν τῶν καταρραγέντων
      δοτική τοῖς καταρραγεῖσῐ(ν) ταῖς καταρραγείσαις τοῖς καταρραγεῖσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς καταρραγέντᾰς τὰς καταρραγείσᾱς τὰ καταρραγέντ
     κλητική ! καταρραγέντες καταρραγεῖσαι καταρραγέντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καταρραγέντε τὼ καταρραγείσ τὼ καταρραγέντε
      γεν-δοτ τοῖν καταρραγέντοιν τοῖν καταρραγείσαιν τοῖν καταρραγέντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυθείς' όπως «λυθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές