καταρρήγνυμι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαταρρήγνυμι
- τεμαχίζω, κομματιάζω, σκίζω
- κατερρήγνυε . . τά ἱμάτια κατερρήγνυε τήν ἐσθῆτα
- διαλύω, καταστρέφω και ισοπεδώνω, ρίχνω κάτι κάτω και σπάει, συντρίβω
- οἴκημα κατερράγη, γέφυρα κατερράγη
- ορμάω, χύνομαι
- καταρρηγνὺς ἐς τὴν θάλατταν ( ο ποταμός)
- ξεσπάω, αρχίζω ορμητικά
- ὁ πόλεμος κατερράγη
- (ως φυσικό στοιχείο) ξεσπώ, εκδηλώνομαι άγρια
- (μεταφορικά) ξεσπάω σε γέλια, σε κλάματα
- ἐξ ὀμμάτων πηγαὶ κατερρώγασι
- έχω διάφορες εκκρίσεις ή αποβάλλω υγρά
- καταρρήγνυται ἡ κοιλίη ( η διάρροια)
- καταρρήγνυνται τὰ καταμήνια ( η γυναικεία περίοδος, η έμμηνος ρύση)
Τύποι που απαντούν
επεξεργασία- ενεργητική φωνή: (ενεστώτας) καταρρήγνυμι (παρατατικός) κατερρήγνυον, (μέλλων) καταρρήξω, (αόριστος) κατέρρηξα
- μέση και παθητική φωνή: (αόριστος) κατερράγην (παρακείμενος) κατέρρωγα και κατέρρηχα και
- ο ενεργητικός μέλλων κοινός με το καταρρήσσω - καταρρήττω και καταράσσω - καταρράττω (συντρίβω)