Ετυμολογία

επεξεργασία
καταρρήγνυμι < κατά + ῥήγνυμι

καταρρήγνυμι

  1. τεμαχίζω, κομματιάζω, σκίζω
    κατερρήγνυε . . τά ἱμάτια κατερρήγνυε τήν ἐσθῆτα
  2. διαλύω, καταστρέφω και ισοπεδώνω, ρίχνω κάτι κάτω και σπάει, συντρίβω
    οἴκημα κατερράγη, γέφυρα κατερράγη
  3. ορμάω, χύνομαι
    καταρρηγνὺς ἐς τὴν θάλατταν ( ο ποταμός)
  4. ξεσπάω, αρχίζω ορμητικά
    ὁ πόλεμος κατερράγη
  5. (ως φυσικό στοιχείο) ξεσπώ, εκδηλώνομαι άγρια
    Χειμών κατερράγη και ὄμβροι καταρραγέντες
  6. (μεταφορικά) ξεσπάω σε γέλια, σε κλάματα
    ἐξ ὀμμάτων πηγαὶ κατερρώγασι
  7. έχω διάφορες εκκρίσεις ή αποβάλλω υγρά
    καταρρήγνυται ἡ κοιλίη ( η διάρροια)
    καταρρήγνυνται τὰ καταμήνια ( η γυναικεία περίοδος, η έμμηνος ρύση)

Τύποι που απαντούν

επεξεργασία
  • ενεργητική φωνή: (ενεστώτας) καταρρήγνυμι (παρατατικός) κατερρήγνυον, (μέλλων) καταρρήξω, (αόριστος) κατέρρηξα
  • μέση και παθητική φωνή: (αόριστος) κατερράγην (παρακείμενος) κατέρρωγα και κατέρρηχα και
  • ο ενεργητικός μέλλων κοινός με το καταρρήσσω - καταρρήττω και καταράσσω - καταρράττω (συντρίβω)

Συγγενικά

επεξεργασία