Ετυμολογία

επεξεργασία
αττικίζουσα < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής αττικίζουσα, θηλυκό του αττικίζων

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αττικίζουσα θηλυκό → δείτε την κλίση στο αττικίζων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία