καταπλέων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καταπλέων | η | καταπλέουσα | το | καταπλέον |
γενική | του | καταπλέοντος & καταπλέοντα1 |
της | καταπλέουσας & καταπλεούσης* |
του | καταπλέοντος |
αιτιατική | τον | καταπλέοντα | την | καταπλέουσα | το | καταπλέον |
κλητική | καταπλέων | καταπλέουσα | καταπλέον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καταπλέοντες | οι | καταπλέουσες | τα | καταπλέοντα |
γενική | των | καταπλεόντων | των | καταπλεουσών | των | καταπλεόντων |
αιτιατική | τους | καταπλέοντες | τις | καταπλέουσες | τα | καταπλέοντα |
κλητική | καταπλέοντες | καταπλέουσες | καταπλέοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
επεξεργασίακαταπλέων, -ουσα, -ον
- (λόγιο) μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος καταπλέω
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταπλέων
|