Δείτε επίσης: Καταλυματίας
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταλυματίας οἱ καταλυματίαι
      γενική τοῦ καταλυματίου τῶν καταλυματιῶν
      δοτική τῷ καταλυματί τοῖς καταλυματίαις
    αιτιατική τὸν καταλυματίαν τοὺς καταλυματίας
     κλητική ! καταλυματία καταλυματίαι
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταλυματίας < κατάλυμα, καταλύματ(ος), + -ίας

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ta.li.maˈti.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐λυ‐μα‐τί‐ας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καταλυματίας αρσενικό

  • (καθαρεύουσα) (στρατιωτικός βαθμός) τίτλος αξιωματικού του οικονομικού κλάδου του στρατού τον 19ο αιώνα, αντίστοιχος του υπολοχαγού
    ※  Ἐπιβλέπων τὸν διορισμὸν τῶν καταλυμάτων, ὁ καταλυματίας βεβαιοῦται ἂν αὐτὰ διορίζωνται ἐν τρόπῳ ὥστε ἕκαστος τῶν ἀπαρτιζόντων τὸ τάγμα λόχων νὰ μένῃ ἡνωμένος μετὰ τῶν ἀξιωματικῶν αὐτοῦ εἰς οἰκήματα πλησιόχωρα, καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς ὀδοῦ ἢ ἐν τῇ αὐτῇ συνοικίᾳ κείμενα.
    Διάταγμα κανονίζον την εσωτερικήν υπηρεσίαν του πεζικού, 1853 @google.books

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία