κατάθαμβος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κατάθαμβος, -η, -ο
- ποιητικός τύπος (παρωχημένο) άλλη μορφή του έκθαμβος
- καὶ ἵστατο κατάθαμβος, ᾠδὰς μυστηριώδεις / ὡς νὰ τοῦ ἐψιθύριζον αἱ δρῦς αἱ γιγαντώδεις. (Μύρων Νικολαΐδης, Ο τάφος του ποιητού)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατάθαμβος
|