καστανέρυθρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καστανέρυθρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καστανέρυθρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
καστανέρυθρο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις καστανέρυθρος, καστανός και ερυθρός