Δείτε επίσης: Κάρτος, κάρτος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική καρτός καρτή τὸ καρτόν
      γενική τοῦ καρτοῦ τῆς καρτῆς τοῦ καρτοῦ
      δοτική τῷ καρτ τῇ καρτ τῷ καρτ
    αιτιατική τὸν καρτόν τὴν καρτήν τὸ καρτόν
     κλητική ! καρτέ καρτή καρτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ καρτοί αἱ καρταί τὰ καρτᾰ́
      γενική τῶν καρτῶν τῶν καρτῶν τῶν καρτῶν
      δοτική τοῖς καρτοῖς ταῖς καρταῖς τοῖς καρτοῖς
    αιτιατική τοὺς καρτούς τὰς καρτᾱ́ς τὰ καρτᾰ́
     κλητική ! καρτοί καρταί καρτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καρτώ τὼ καρτᾱ́ τὼ καρτώ
      γεν-δοτ τοῖν καρτοῖν τοῖν καρταῖν τοῖν καρτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρτός (ελληνιστική κοινή) < (ρηματικό επίθετο) του κείρω

  Επίθετο

επεξεργασία

καρτός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)

  1. (ιδιαίτερα για το πράσο και το κρεμμύδι) κομμένος σε τεμάχια
    ※  1ος κε αιώνας Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ἀπλῶν φαρμάκων, (Euporista vel De simplicibus medicinis), 2.123.2, @scaife.perseus
    πράσον καρτόν
  2. (για υφάσματα, ρούχα) κομμένος έτσι ώστε να είναι λείος

Συγγενικά

επεξεργασία