Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καρτουνίστικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καρτουνίστικ
ος
η
καρτουνίστικ
η
το
καρτουνίστικ
ο
γενική
του
καρτουνίστικ
ου
της
καρτουνίστικ
ης
του
καρτουνίστικ
ου
αιτιατική
τον
καρτουνίστικ
ο
την
καρτουνίστικ
η
το
καρτουνίστικ
ο
κλητική
καρτουνίστικ
ε
καρτουνίστικ
η
καρτουνίστικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καρτουνίστικ
οι
οι
καρτουνίστικ
ες
τα
καρτουνίστικ
α
γενική
των
καρτουνίστικ
ων
των
καρτουνίστικ
ων
των
καρτουνίστικ
ων
αιτιατική
τους
καρτουνίστικ
ους
τις
καρτουνίστικ
ες
τα
καρτουνίστικ
α
κλητική
καρτουνίστικ
οι
καρτουνίστικ
ες
καρτουνίστικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καρτουνίστικος
<
καρτούν
+
-ίστικος
Επίθετο
επεξεργασία
καρτουνίστικος, -η, -ο
που έχει
σχέση
με τα
καρτούν
ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
καρτούν
,
χάρτης
και
χαρτί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καρτουνίστικος
αγγλικά
:
cartoonistic
(en)