καρτουνίστικων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαρτουνίστικων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του καρτουνίστικος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του καρτουνίστικος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καρτουνίστικος