πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρντάσης οι καρντάσηδες
      γενική του καρντάση των καρντάσηδων
    αιτιατική τον καρντάση τους καρντάσηδες
     κλητική καρντάση καρντάσηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρντάσης αρσενικό (θηλυκό καρντάσαινα ή καρντασίνα)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία