αρκαντάσης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρκαντάσης < (άμεσο δάνειο) τουρκική arkadaş < kardaş < kardeş (αδελφός από την ίδια κοιλιά) < οθωμανικά τουρκικά قارنداش
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρκαντάσης αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρκαντάσης
→ δείτε τη λέξη καρντάσης |