Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καρντάσαινα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
καρντάσαιν
α
οι
καρντάσαιν
ες
γενική
της
καρντάσαιν
ας
—
αιτιατική
την
καρντάσαιν
α
τις
καρντάσαιν
ες
κλητική
καρντάσαιν
α
καρντάσαιν
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καρντάσαινα
<
καρντάσ(ης)
+
-αινα
<
τουρκική
kardaş
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καρντάσαινα
θηλυκό
θηλυκό
του
καρντάσης
Άλλες μορφές
επεξεργασία
καρντασίνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καρντάσαινα
→
δείτε
τις λέξεις
αδελφή
,
φίλη
και
σύντροφος