↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρναγιάρισμα τα καρναγιαρίσματα
      γενική του καρναγιαρίσματος των καρναγιαρισμάτων
    αιτιατική το καρναγιάρισμα τα καρναγιαρίσματα
     κλητική καρναγιάρισμα καρναγιαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρναγιάρισμα < καρναγιάρ(ω) + -ισμα < καρνάγιο < ιταλική carenaggio

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρναγιάρισμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)