καρναγιάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρναγιάρισμα < καρναγιάρ(ω) + -ισμα < καρνάγιο < ιταλική carenaggio
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρναγιάρισμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καρναγιάρω
- ⮡ Το καρνάγιο είναι δημώδης όρος της κοινής ναυτικής γλώσσας ενετικής προέλευσης. Με τον όρο αυτό νοούνται τμήματα αιγιαλού εντός λιμένων ή όρμων που λόγω της ομαλής κλίσης του επιτρέπει την ανέλκυση και καθέλκυση μικρών σκαφών, περισσότερο ξύλινων προκειμένου να υποστούν “καρναγιάρισμα”, δηλαδή υφαλοκαθαρισμούς, υφαλοχρωματισμούς, καλαφατίσματα, παλαμίσματα κ.λπ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρναγιάρισμα
|
Πηγές
επεξεργασία(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)