καλαφάτισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλαφάτισμα < καλαφατίζ(ω) + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλαφάτισμα ουδέτερο
- το γέμισμα των σχισμών (ρωγμών) των παλαιών ξύλινων πλοίων και βαρκών με ξεφτίσματα από κάβους, στριμμένα και ποτισμένα με πίσσα.
- (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) η συνουσία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καλαφάτης