Ετυμολογία

επεξεργασία
καλαφατίζω < μεσαιωνική ελληνική καλαφατίζω < καλαφάτης + -ίζω

καλαφατίζω

  1. σφραγίζω τις σχισμές/ρωγμές των παλαιών ξύλινων πλοίων και βαρκών ή άλλων κατασκευών με ξεφτίσματα από κάβους, στριμμένα και ποτισμένα με πίσσα
     συνώνυμα: παλαμίζω, πισσώνω
  2. (χυδαίο) συνουσιάζομαι, γαμώ (για τον άντρα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία