καλαφατίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλαφατίζω < μεσαιωνική ελληνική καλαφατίζω < καλαφάτης + -ίζω
Ρήμα
επεξεργασίακαλαφατίζω
- σφραγίζω τις σχισμές/ρωγμές των παλαιών ξύλινων πλοίων και βαρκών ή άλλων κατασκευών με ξεφτίσματα από κάβους, στριμμένα και ποτισμένα με πίσσα
- (χυδαίο) συνουσιάζομαι, γαμώ (για τον άντρα)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλαφατίζω | καλαφάτιζα | θα καλαφατίζω | να καλαφατίζω | καλαφατίζοντας | |
β' ενικ. | καλαφατίζεις | καλαφάτιζες | θα καλαφατίζεις | να καλαφατίζεις | καλαφάτιζε | |
γ' ενικ. | καλαφατίζει | καλαφάτιζε | θα καλαφατίζει | να καλαφατίζει | ||
α' πληθ. | καλαφατίζουμε | καλαφατίζαμε | θα καλαφατίζουμε | να καλαφατίζουμε | ||
β' πληθ. | καλαφατίζετε | καλαφατίζατε | θα καλαφατίζετε | να καλαφατίζετε | καλαφατίζετε | |
γ' πληθ. | καλαφατίζουν(ε) | καλαφάτιζαν καλαφατίζαν(ε) |
θα καλαφατίζουν(ε) | να καλαφατίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλαφάτισα | θα καλαφατίσω | να καλαφατίσω | καλαφατίσει | ||
β' ενικ. | καλαφάτισες | θα καλαφατίσεις | να καλαφατίσεις | καλαφάτισε | ||
γ' ενικ. | καλαφάτισε | θα καλαφατίσει | να καλαφατίσει | |||
α' πληθ. | καλαφατίσαμε | θα καλαφατίσουμε | να καλαφατίσουμε | |||
β' πληθ. | καλαφατίσατε | θα καλαφατίσετε | να καλαφατίσετε | καλαφατίστε | ||
γ' πληθ. | καλαφάτισαν καλαφατίσαν(ε) |
θα καλαφατίσουν(ε) | να καλαφατίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καλαφατίσει | είχα καλαφατίσει | θα έχω καλαφατίσει | να έχω καλαφατίσει | ||
β' ενικ. | έχεις καλαφατίσει | είχες καλαφατίσει | θα έχεις καλαφατίσει | να έχεις καλαφατίσει | ||
γ' ενικ. | έχει καλαφατίσει | είχε καλαφατίσει | θα έχει καλαφατίσει | να έχει καλαφατίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καλαφατίσει | είχαμε καλαφατίσει | θα έχουμε καλαφατίσει | να έχουμε καλαφατίσει | ||
β' πληθ. | έχετε καλαφατίσει | είχατε καλαφατίσει | θα έχετε καλαφατίσει | να έχετε καλαφατίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καλαφατίσει | είχαν καλαφατίσει | θα έχουν καλαφατίσει | να έχουν καλαφατίσει |
|
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καλαφάτης