Δείτε επίσης: Καρμανιόλα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρμανιόλα οι καρμανιόλες
      γενική της καρμανιόλας
    αιτιατική την καρμανιόλα τις καρμανιόλες
     κλητική καρμανιόλα καρμανιόλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρμανιόλα < (άμεσο δάνειο) γαλλική carmagnole + [1] (παλιότερα: είδος κοντού χιτώνα ιταλών εργατών, αργότερα: γαλλικό τραγούδι και χορός της εποχής της Τρομοκρατίας) < ιταλική Carmgnola (ιταλική πόλη της Τοσκάνης)[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaɾ.maˈɲo.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρ‐μα‐νιό‐λα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρμανιόλα θηλυκό

  1. (ιστορία) η λαιμητόμος
     συνώνυμα: γκιλοτίνα
  2. (μεταφορικά) το επικίνδυνο σημείο για τη ζωή του ατόμου ή των ατόμων, συνήθως για οδηγούς
    η διασταύρωση της εθνικής οδού Αθηνών-Λαμίας είναι καρμανιόλα, καθώς γίνονται εκεί πολύ συχνά τροχαία δυστυχήματα
  3. (προφορικό) χειροκίνητο ψαλίδι ευθείας κοπής μεταλλικών ελασμάτων
  4. (προφορικό, στη χαρτοπαιξία) κόλπο, στημένη παρτίδα από συνεννοημένους απατεώνες για να πάρουν τα χρήματα του θύματος [3]
  5. (προφορικό) πανάκριβο κέντρο διασκέδασης [3]
  6. παρωχημένο, ιστορία γαλλικό τραγούδι και χορός [4]

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. καρμανιόλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. 3,0 3,1 καρμανιόλα pdfΚάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'καρμανιόλα'.
  4. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .