Καρμανιόλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- Καρμανιόλα < γενική ενικού του αρσενικού Καρμανιόλας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαρμανιόλα θηλυκό
- γυναικείο επώνυμο (αρσενικό Καρμανιόλας)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- Καρμανιόλα < ιταλική Carmagnola
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαρμανιόλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Καρμανιόλα
|