καρβουνάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρβουνάς < κάρβουν(ο) + -άς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaɾ.vuˈnas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐βου‐νάς
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρβουνάς αρσενικό
- (παρωχημένο, λαϊκότροπο, επάγγελμα) ο παρασκευαστής η πωλητής κάρβουνου
- ※ Οἱ Ἕλληνες ἦσαν ἀγρότες, ἀμπελουργοί, ἔμποροι, τεχνίτες, ἐπαγγελματίες, βιομήχανοι. Ἀγαποῦσαν τὴν πατρική τους γῆ, ἐλάτρευαν τά θέσμιά τους καὶ διατηροῦσαν τὰ ἤθη κι’ ἔθιμά τους, ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, συντηρούσαν σ’ αὐτὴ τὴν περιοχὴ τῆς Ἑλληνικῆς γῆς. Μέσα στὰ παρθένα δάση τῆς περιοχῆς, οἱ ξυλοκόποι, οἱ καρβουνάδες, οἱ ἀσβεστάδες, οἱ θαλασσινοὶ Μαυροθαλασσίτες συντηροῦσαν τὶς συνίθειές τους. (Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου (1965), «Τραγούδια Σαράντα Εκκλησιών» στο Αρχείον Θράκης, τόμ. 31, Εν Αθήναις: Τυπογραφείον Ι. Α. Ροσσολάτου, σελ. 191)
- ※ ἄνθρωποι πού βάδιζαν μ’ ἕνα παραφύσιν σταθερό κι ἐλαστικό βῆμα, πού οἱ ὄψεις τους ὅμως ἦταν τρομακτικά χλωμές, τά μάτια τους κατακόκκινα κι ἀγριεμένα καί πού ἁρπάζονταν μέ δάχτυλα τρεμάμενα καθώς διέσχιζαν τό πλῆθος, ἀπ’ τό καθετί πού ἔφταναν τά χέρια τους· πλάϊ τους πιττάδες, πορτιέρηδες, καρβουνάδες, ὁδοκαθαριστές· (Έντγκαρ Άλαν Πόε (μτφ. Γιώργος Μπρουνιάς), Ο άνθρωπος του πλήθους, στο περιοδικό Η Λέξη, τχ. 12 (Φεβρουάριος 1982), σελ. 118)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καρβουνάς
|