• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

θέσμιο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θέσμιο τα θέσμια
      γενική του θέσμιου των θέσμιων
    αιτιατική το θέσμιο τα θέσμια
     κλητική θέσμιο θέσμια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

θέσμιο < αρχαία ελληνική θέσμιον

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

θέσμιο ουδέτερο

  • τα ήθη και έθιμα, οι θεσμοί

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τις λέξεις θεσμός και θέτω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    θέσμιο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=θέσμιο&oldid=5477378"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 13:11
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 13:11.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie