ασβεστάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.zveˈstas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σβε‐στάς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαασβεστάς αρσενικό
- (επάγγελμα) άνθρωπος που παράγει ή πουλάει ασβέστη / ιδιοκτήτης ή εργαζόμενος σε ασβεστοποιείο / ασβεστάδικο
- ※ Ὡς πρὸς τὴν δευτέραν Στέργαιναν, δυστυχῶς δὲν ἠλήθευσε τὸ ρητόν, «ἡ πρώτη δοῦλα, ἡ δεύτερη κυρά». Ἡ Θοδωριά, ἡ πτωχή, ὑπέφερεν ὅλας τὰς ἀγγαρείας, ὅσας τῆς ἐπέβαλλεν ὁ σύζυγός της. Ἀσβεστὰς ἐκεῖνος, φουρνάρισσα αὐτή. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ὁ Πολιτισμὸς εἰς τὸ χωρίον, 1891)
Συγγενικά
επεξεργασία- Ασβεστάς (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασβεστάς
|