Δείτε επίσης: Ασβεστάς
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασβεστάς οι ασβεστάδες
      γενική του ασβεστά των ασβεστάδων
    αιτιατική τον ασβεστά τους ασβεστάδες
     κλητική ασβεστά ασβεστάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ασβεστάς < ασβέστης + -άς

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ασβεστάς αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία