Δείτε επίσης: Ασβεστάς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασβεστάς οι ασβεστάδες
      γενική του ασβεστά των ασβεστάδων
    αιτιατική τον ασβεστά τους ασβεστάδες
     κλητική ασβεστά ασβεστάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασβεστάς < ασβέστης + -άς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.zveˈstas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐σβε‐στάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ασβεστάς αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία