καραμηλωτή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαραμηλωτή θηλυκό
- (παρωχημένο) είδος υφαντού (κουβέρτα, χαλί κ.λπ.) με γεωμετρικά (ή άλλα) σχέδια
Μεταφράσεις
επεξεργασία καραμηλωτή
|
Δείτε επίσης : καμηλωτή |
καραμηλωτή θηλυκό
|