καράτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καράτι | τα | καράτια |
γενική | του | καρατιού & καρατίου |
των | καρατιών & καρατίων |
αιτιατική | το | καράτι | τα | καράτια |
κλητική | καράτι | καράτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι. | ||||
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καράτι < (άμεσο δάνειο) ιταλική carato < μεσαιωνική λατινική caratus < αραβική قيراط (qīrāṭ, μονάδα βάρους) < ελληνιστική κοινή κεράτιον < αρχαία ελληνική κεράτιον, υποκοριστικό του κέρας (αντιδάνειο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈɾa.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρά‐τι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαράτι ουδέτερο
- (μονάδα μέτρησης) μονάδα με την οποία μετριέται η περιεκτικότητα σε καθαρό χρυσό ενός αντικειμένου που αποτελείται από κράμα χρυσού και αντιστοιχεί σε περιεκτικότητα 1 γραμμαρίου χρυσού σε 24 γραμμάρια κράματος
- ⮡ ο χρυσός 24 καρατίων είναι υπερβολικά μαλακός γι' αυτό και δεν κατασκευάζονται κοσμήματα με αυτή την περιεκτικότητα
- μονάδα βάρους (1/5 του γραμμαρίου) με την οποία ζυγίζονται πολύτιμοι λίθοι
- ⮡ διαμάντι 3 καρατίων
Σημειώσεις
επεξεργασία- από την αρχαία ελληνική λέξη κεράτιον (χαρούπι) προέρχεται η λέξη καράτι, γιατί το βάρος του σπόρου των χαρουπιών ορίστηκε ως η πιο μικρή μονάδα μέτρησης για χρυσό και πολύτιμους λίθους.