Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καπηλεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καπηλεμέν
ος
η
καπηλεμέν
η
το
καπηλεμέν
ο
γενική
του
καπηλεμέν
ου
της
καπηλεμέν
ης
του
καπηλεμέν
ου
αιτιατική
τον
καπηλεμέν
ο
την
καπηλεμέν
η
το
καπηλεμέν
ο
κλητική
καπηλεμέν
ε
καπηλεμέν
η
καπηλεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καπηλεμέν
οι
οι
καπηλεμέν
ες
τα
καπηλεμέν
α
γενική
των
καπηλεμέν
ων
των
καπηλεμέν
ων
των
καπηλεμέν
ων
αιτιατική
τους
καπηλεμέν
ους
τις
καπηλεμέν
ες
τα
καπηλεμέν
α
κλητική
καπηλεμέν
οι
καπηλεμέν
ες
καπηλεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
καπηλεμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καπηλεύομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καπηλεμένος