καπηλεμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίακαπηλεμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του καπηλεμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του καπηλεμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καπηλεμένος
καπηλεμένων