καπακωτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καπακωτός < καπακώ(νω) + -τός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.pa.koˈtos/
Επίθετο επεξεργασία
καπακωτός, -ή, -ό
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καπάκι
Μεταφράσεις επεξεργασία
καπακωτός
|