ακαπάκωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακαπάκωτος < α- + καπακώ(νω) + -τος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kaˈpa.ko.tos/
Επίθετο
επεξεργασίαακαπάκωτος, -η, -ο
- που δεν έχει καπακωθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καπάκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακαπάκωτος
|