καλυτερότερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλυτερότερος (νεολογισμός) < καλύτερ(ος) + -ότερος, εκφραστικός αναδιπλασιασμός του -ύτερ(ος) + -ότερος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
επεξεργασίακαλυτερότερος, η, ο
- (ανεπίσημο, επιτατικό επίθετο) νεωτερικός, πλαστός συγκριτικός βαθμός του καλός: πιο καλός και από καλύτερος, ο καλύτερος όλων, ανεπίσημη, λανθασμένη (συνειδητά ή ασυνείδητα) γραμματικά λέξη σε χρήση μετά το τέλος του 20ου αιώνα με σκοπό να δώσει έμφαση
- ※ Ας πούμε ότι καταλήγουν στο πρόσωπο ενός «συντονιστή». Κι ας υποθέσουμε ότι αυτός ο «συντονιστής» θα είναι ο καλυτερότερος. Ο μεγάλος. Ένας σούπερμαν. Ή μία σούπεργούμαν, για να ξεπεράσουμε τα φαιδρά περί ανδροπρέπειας. Τι θα αλλάξει; ([1] ΤΑ ΝΕΑ, 5/11/2005)
- ※ Το καλυτερότερος π.χ. από μια άλλη άποψη, που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα, για να μην πω με συγκινεί, ως γλωσσολόγο, μαρτυρεί γνώση της γλώσσας: ο «αναδιπλασιασμός» της παραγωγικής κατάληξης του συγκριτικού βαθμού επιστρατεύεται από το νεαρό ομιλητή για να διπλασιάσει την ένταση του χαρακτηρισμού, γιατί ο τυπικός τρόπος, καλύτερος, αποδεικνύεται για την περίπτωση «λίγος», και χρειάζεται ενίσχυση ([2], Γιάννης Βελούδης, «Άνισες εξισώσεις: Η γλώσσα των νέων», digitalschool.minedu.gov.gr, πηγή: Γιάννης Η. Χάρης (επιμ.), Δέκα Μύθοι για την Ελληνική Γλώσσα, εκδόσεις Πατάκης, Αθήνα 2007, σελ. 73-81)
Αντώνυμα
επεξεργασία- χειροτερότερος (επίσης νεολογισμός, με αντιγραμματικό συγκριτικό βαθμό)