↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλουμάρισμα τα καλουμαρίσματα
      γενική του καλουμαρίσματος των καλουμαρισμάτων
    αιτιατική το καλουμάρισμα τα καλουμαρίσματα
     κλητική καλουμάρισμα καλουμαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλουμάρισμα < καλουμάρω + -ισμα < ιταλική calumare < υστερολατινική *chalaumare[1] [2] < *chalauma[2] < ελληνιστική κοινή χάλασμα[2] < αρχαία ελληνική χαλάω / χαλῶ[1] (αντιδάνειο)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.lu.ˈma.ri.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λου‐μά‐ρι‐σμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καλουμάρισμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 καλουμάρισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 2,2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.