Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλοοργανωμένος η καλοοργανωμένη το καλοοργανωμένο
      γενική του καλοοργανωμένου της καλοοργανωμένης του καλοοργανωμένου
    αιτιατική τον καλοοργανωμένο την καλοοργανωμένη το καλοοργανωμένο
     κλητική καλοοργανωμένε καλοοργανωμένη καλοοργανωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοοργανωμένοι οι καλοοργανωμένες τα καλοοργανωμένα
      γενική των καλοοργανωμένων των καλοοργανωμένων των καλοοργανωμένων
    αιτιατική τους καλοοργανωμένους τις καλοοργανωμένες τα καλοοργανωμένα
     κλητική καλοοργανωμένοι καλοοργανωμένες καλοοργανωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλοοργανωμένος < καλο- + οργανωμένος

  Επίθετο επεξεργασία

καλοοργανωμένος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία