καλαμίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλαμίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλαμίνη θηλυκό
- φυσικό υδρογονούχο άλας πυριτικού οξέως του ψευδαργύρου
- (ορυκτολογία, χημεία) το ορυκτό του ψευδαργύρου, από ανθρακικό και άλλα άλατα
- υπόλοιπο καύσης καυσίμου που αποτίθεται και βρομίζει τους κυλίνδρους ενός κινητήρα