καλαισθητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλαισθητικός < καλαίσθητος + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
καλαισθητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την καλαισθησία, αναφέρεται σ’ αυτή ή έχει γίνει με καλαισθησία
- (ουσιαστικοποιημένο) καλαισθητική: η αισθητική
Συγγενικά επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλαισθητικός
|