κακόνοια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακόνοια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κακόνοια. Συγχρονικά αναλύεται σε κακό- + -νοια + (νους)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακακόνοια θηλυκό
- δυσμένεια, συνειδητή κακοβουλία, εχθρική διάθεση, κακεντρέχεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακακόνοια θηλυκό
- δυσμένεια, κακεντρέχεια, δόλος, μοχθηρία
- ※ οἱ δὲ γιγνώσκουσιν, ὅτι ἡ τούτου ἀμαθία καὶ πονηρία καὶ εὔνοια μᾶλλον λυσιτελεῖ, ἢ ἡ τοῦ χρηστοῦ ἀρετὴ καὶ σοφία καὶ κακόνοια (Ξενοφώντας Τα σωζόμενα Αθηναίων Πολιτεία @books.google)
Συγγενικά
επεξεργασία- κακονοέω
- κακονόητος
- κακόνοος
- → και δείτε τη λέξη νόος (νοῦς)
Πηγές
επεξεργασία- κακόνοια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κακόνοια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.