κακόγλωσσος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακόγλωσσος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
κακόγλωσσος, -η, -ο
- που αρέσκεται να λέει κακό σε βάρος των συνανθρώπων του
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κακόγλωσσος