ενικός πληθυντικός
mauvaise langue mauvaises langues

  Ετυμολογία

επεξεργασία
mauvaise langue → δείτε τις λέξεις mauvais και langue

  Έκφραση

επεξεργασία

mauvaise langue (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που αρέσκεται να κακολογεί τους άλλους
  2. κακόγλωσσος