mauvaise langue
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
mauvaise langue | mauvaises langues |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαmauvaise langue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που αρέσκεται να κακολογεί τους άλλους
- κακόγλωσσος
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mauvaise langue | mauvaises langues |
mauvaise langue (fr) αρσενικό ή θηλυκό