↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακοδιοικημένος η κακοδιοικημένη το κακοδιοικημένο
      γενική του κακοδιοικημένου της κακοδιοικημένης του κακοδιοικημένου
    αιτιατική τον κακοδιοικημένο την κακοδιοικημένη το κακοδιοικημένο
     κλητική κακοδιοικημένε κακοδιοικημένη κακοδιοικημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακοδιοικημένοι οι κακοδιοικημένες τα κακοδιοικημένα
      γενική των κακοδιοικημένων των κακοδιοικημένων των κακοδιοικημένων
    αιτιατική τους κακοδιοικημένους τις κακοδιοικημένες τα κακοδιοικημένα
     κλητική κακοδιοικημένοι κακοδιοικημένες κακοδιοικημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κακοδιοικημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κακοδιοικώ, κακοδιοικούμαι

κακοδιοικημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία