κακοδιοικώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κακοδιοικώ < μεσαιωνική ελληνική κακοδιοικώ < κακο- + διοικώ
Ρήμα
επεξεργασίακακοδιοικώ
- διοικώ με κακό ή ακατάλληλο τρόπο, ασκώ κακή διοίκηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία κακοδιοικώ
|
κακοδιοικώ
|