Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθησυχασμένος η καθησυχασμένη το καθησυχασμένο
      γενική του καθησυχασμένου της καθησυχασμένης του καθησυχασμένου
    αιτιατική τον καθησυχασμένο την καθησυχασμένη το καθησυχασμένο
     κλητική καθησυχασμένε καθησυχασμένη καθησυχασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθησυχασμένοι οι καθησυχασμένες τα καθησυχασμένα
      γενική των καθησυχασμένων των καθησυχασμένων των καθησυχασμένων
    αιτιατική τους καθησυχασμένους τις καθησυχασμένες τα καθησυχασμένα
     κλητική καθησυχασμένοι καθησυχασμένες καθησυχασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καθησυχασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου καθησυχάζω

  Μετοχή επεξεργασία

καθησυχασμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία