καθησυχασμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίακαθησυχασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του καθησυχασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του καθησυχασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καθησυχασμένος