↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καδοφόρος η καδοφόρα το καδοφόρο
      γενική του καδοφόρου της καδοφόρας του καδοφόρου
    αιτιατική τον καδοφόρο την καδοφόρα το καδοφόρο
     κλητική καδοφόρε καδοφόρα καδοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καδοφόροι οι καδοφόρες τα καδοφόρα
      γενική των καδοφόρων των καδοφόρων των καδοφόρων
    αιτιατική τους καδοφόρους τις καδοφόρες τα καδοφόρα
     κλητική καδοφόροι καδοφόρες καδοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καδοφόρος < κάδ(ος) + -ο- + -φόρος (< φέρω)

  Επίθετο

επεξεργασία

καδοφόρος, -ος ή -α, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία