Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καδοφόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καδοφόρ
ος
η
καδοφόρ
α
το
καδοφόρ
ο
γενική
του
καδοφόρ
ου
της
καδοφόρ
ας
του
καδοφόρ
ου
αιτιατική
τον
καδοφόρ
ο
την
καδοφόρ
α
το
καδοφόρ
ο
κλητική
καδοφόρ
ε
καδοφόρ
α
καδοφόρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καδοφόρ
οι
οι
καδοφόρ
ες
τα
καδοφόρ
α
γενική
των
καδοφόρ
ων
των
καδοφόρ
ων
των
καδοφόρ
ων
αιτιατική
τους
καδοφόρ
ους
τις
καδοφόρ
ες
τα
καδοφόρ
α
κλητική
καδοφόρ
οι
καδοφόρ
ες
καδοφόρ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καδοφόρος
<
κάδ(ος)
+
-ο-
+
-φόρος
(<
φέρω
)
Επίθετο
επεξεργασία
καδοφόρος, -ος ή -α, -ο
αυτός που φέρει
κάδο
ή
κάδους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καδοφόρος