καβάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καβάκι | τα | καβάκια |
γενική | του | καβακιού | των | καβακιών |
αιτιατική | το | καβάκι | τα | καβάκια |
κλητική | καβάκι | καβάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καβάκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قاواق [1] (τουρκική kavak) + -ι < προέλευσης από την πρωτοτουρκική
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈva.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐βά‐κι
Ουσιαστικό επεξεργασία
καβάκι ουδέτερο
- (δέντρο) είδος λεύκας που μοιάζει με κυπαρίσσι
- (κατ’ επέκταση) η λεύκα
Συγγενικά επεξεργασία
- Καβάκια (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
καβάκι
→ δείτε τη λέξη λεύκα |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 1478 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).