↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αἴγειρος αἱ αἴγειροι
      γενική τῆς αἰγείρου τῶν αἰγείρων
      δοτική τῇ αἰγείρ ταῖς αἰγείροις
    αιτιατική τὴν αἴγειρον τὰς αἰγείρους
     κλητική ! αἴγειρε αἴγειροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἰγείρω
γεν-δοτ τοῖν  αἰγείροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αἴγειρος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αἴγειρος, -ου θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία