αἴγειρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | αἴγειρος | αἱ | αἴγειροι |
γενική | τῆς | αἰγείρου | τῶν | αἰγείρων |
δοτική | τῇ | αἰγείρῳ | ταῖς | αἰγείροις |
αιτιατική | τὴν | αἴγειρον | τὰς | αἰγείρους |
κλητική ὦ! | αἴγειρε | αἴγειροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰγείρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αἰγείροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αἴγειρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααἴγειρος, -ου θηλυκό
- (δέντρο) είδος μέλαινας λεύκης, λεύκας που μοιάζει με κυπαρίσσι, ή καβάκι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 482 (482-484)
- ὁ δ᾽ ἐν κονίῃσι χαμαὶ πέσεν αἴγειρος ὥς, | ἥ ῥά τ᾽ ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκει | λείη, ἀτάρ τέ οἱ ὄζοι ἐπ᾽ ἀκροτάτῃ πεφύασι·
- έπεσεν αυτός στα χώματα, ωσάν λεύκα | οπού εις μεγάλην λιβαδιά γεννήθηκε κι ανδρώθη | ομαλή όλη και υψηλά μόνον γεννά τους κλώνους·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὁ δ᾽ ἐν κονίῃσι χαμαὶ πέσεν αἴγειρος ὥς, | ἥ ῥά τ᾽ ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκει | λείη, ἀτάρ τέ οἱ ὄζοι ἐπ᾽ ἀκροτάτῃ πεφύασι·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 510 (509-510)
- ἔνθ᾽ ἀκτή τε λάχεια καὶ ἄλσεα Περσεφονείης, | μακραί τ᾽ αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι,
- όπου θα δεις μια χαμηλήν ακτή κι άλση της Περσεφόνης, | με σκούρες και μεγάλες λεύκες, ιτιές που δεν προφταίνουν να καρπίσουν
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἔνθ᾽ ἀκτή τε λάχεια καὶ ἄλσεα Περσεφονείης, | μακραί τ᾽ αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 377 (376-378)
- πολλαὶ δὲ δρῦς ὑψίκομοι, πολλαὶ δέ τε πεῦκαι | αἴγειροί τε τανύρριζοι ῥήγνυνται ὑπ᾽ αὐτέων | ῥίμφα κυλινδομένων, ἧος πεδίονδ᾽ ἀφίκωνται,
- και πλήθος οι ψηλόκορφες βελανιδιές, πλήθος τα πεύκα | κι οι λεύκες οι βαθύρριζες σπάνε απ᾽ αυτές, | καθώς γοργά κυλάνε, μέχρι να φτάσουνε στον κάμπο,
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- πολλαὶ δὲ δρῦς ὑψίκομοι, πολλαὶ δέ τε πεῦκαι | αἴγειροί τε τανύρριζοι ῥήγνυνται ὑπ᾽ αὐτέων | ῥίμφα κυλινδομένων, ἧος πεδίονδ᾽ ἀφίκωνται,
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 6, 2 Περὶ τοῦ ἠλέκτρου ἢ τῶν κύκνων (Electrum) @wikisource @scaife.perseus
- «ἔδει γὰρ ἀναπλεῖν κατὰ τὸν Ἠριδανόν — οὔτ᾽ αἰγείρους εἶδον πάνυ περισκοπῶν οὔτε τὸ ἤλεκτρον, ἀλλ᾽ οὐδὲ τοὔνομα τοῦ Φαέθοντος ᾔδεσαν οἱ ἐπιχώριοι.
- → λείπει η μετάφραση
- «ἔδει γὰρ ἀναπλεῖν κατὰ τὸν Ἠριδανόν — οὔτ᾽ αἰγείρους εἶδον πάνυ περισκοπῶν οὔτε τὸ ἤλεκτρον, ἀλλ᾽ οὐδὲ τοὔνομα τοῦ Φαέθοντος ᾔδεσαν οἱ ἐπιχώριοι.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 482 (482-484)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αἴγειρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἴγειρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.