πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιχθυόσαυρος οι ιχθυόσαυροι
      γενική του ιχθυόσαυρου
& ιχθυοσαύρου
των ιχθυόσαυρων
& ιχθυοσαύρων
    αιτιατική τον ιχθυόσαυρο τους ιχθυόσαυρους
& ιχθυοσαύρους
     κλητική ιχθυόσαυρε ιχθυόσαυροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.xθiˈo.sa.vɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιχθυόσαυρος
απολίθωμα ιχθυόσαυρου

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ιχθυόσαυρος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία