Μεσοζωικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μεσοζωικός | οι | Μεσοζωικοί |
γενική | του | Μεσοζωικού | των | Μεσοζωικών |
αιτιατική | τον | Μεσοζωικό | τους | Μεσοζωικούς |
κλητική | Μεσοζωικέ | Μεσοζωικοί | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαΜεσοζωικός αρσενικό
- (παλαιοντολογία, γεωλογία) γεωλογικός αιώνας που ξεκίνησε μετά την Πέρμια-Τριαδική εξαφάνιση (250 εκ. χρόνια πριν) και τελείωσε με την εξαφάνιση των δεινοσαύρων (65 εκ. χρόνια πριν)