Δείτε επίσης: μεσοζωικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μεσοζωικός οι Μεσοζωικοί
      γενική του Μεσοζωικού των Μεσοζωικών
    αιτιατική τον Μεσοζωικό τους Μεσοζωικούς
     κλητική Μεσοζωικέ Μεσοζωικοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μεσοζωικός < Μεσοζωικός αιώνας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Mesozoic era < μέσο(ς) + ζωικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Μεσοζωικός αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία