-σαυρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- -σαυρος < νεολατινική -saurus < αρχαία ελληνική σαῦρος
Επίθημα
επεξεργασία
-σαυρος
- (παλαιοντολογία) β' συνθετικό επιστημονικών ονομάτων που αποδίδονται σε προϊστορικά εξαφανισμένα ερπετά. Τα χερσαία ονομάζονται δεινόσαυροι
Σύνθετα
επεξεργασίαΤα ταξινομικά τους γένη γράφονται με κεφαλαίο και πλάγια γράμματα: Αγκυλόσαυρος