↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αγκυλόσαυρος οι Αγκυλόσαυροι
      γενική του Αγκυλόσαυρου
Αγκυλοσαύρου
των Αγκυλόσαυρων
Αγκυλοσαύρων
    αιτιατική τον Αγκυλόσαυρο τους Αγκυλόσαυρους
Αγκυλοσαύρους
     κλητική Αγκυλόσαυρε Αγκυλόσαυροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
αναπαράσταση Αγκυλόσαυρου

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Αγκυλόσαυρος < (άμεσο δάνειο) νεολατινική Ankylosaurus < αρχαία ελληνική ἀγκύλος + -σαυρος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.ɟiˈlo.sa.vɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐γκυ‐λό‐σαυ‐ρος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αγκυλόσαυρος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία